περιχαράζω
Смотреть что такое "περιχαράζω" в других словарях:
περιχαράζω — Ν βλ. περιχαράσσω … Dictionary of Greek
περιχαράσσω — ΝΜΑ και περιχαράζω Ν και περιχαράττω Α 1. χαράζω, σημειώνω γραμμή ή σκάβω λάκκο ή τάφρο γύρω από κάτι 2. χαράζω, ορίζω τα όρια, τα σύνορα μσν. μέσ. περιχαράσσομαι (για την αυγή) αρχίζω να φαίνομαι, αρχίζω να χαράζω αρχ. 1. ιατρ. περικόπτω τα ούλα … Dictionary of Greek